Τα ναρκισσιστικά άτομα έχουν μια αίσθηση ακαθόριστης εξαπάτησης, ντροπής, φθόνου, κενότητας ή ανολοκλήρωτου κενού, ασχήμιας και κατωτερότητας ή τα αντισταθμικά στοιχεία αυτών των αισθημάτων: πιστεύουν ότι έχουν πάντα δίκιο και νιώθουν υπερηφάνεια, περιφρόνηση, αμυντική αυτάρκεια, ματαιοδοξία και αίσθημα υπεροχής. Ο Kernberg θεωρεί ότι οι πολώσεις αυτού του είδους είναι αντίθετες καταστάσεις του Εγώ και εκφράζονται με το μεγαλειώδη (ολοκληρωτικά καλού) έναντι του υποβιβασμένου (ολοκληρωτικά κακού) εαυτού, οι οποίες είναι οι μοναδικές επιλογές που έχουν τα ναρκισσιστικά άτομα για να οργανώσουν την εσωτερική τους εμπειρία. Η αίσθηση ενός ατόμου ότι είναι «αρκετά καλό» δεν περιλαμβάνεται στις εσωτερικές τους κατηγορίες.

 

Τα ναρκισσιστικά άτομα έχουν έως ένα βαθμό επίγνωση της ψυχολογικής τους ευθραυστότητας. Φοβούνται ότι θα καταρρεύσουν, ότι θα χάσουν την αυτοεκτίμησή τους ή τη συνοχή του εαυτού τους (για παράδειγμα όταν δέχονται κριτική) και ότι ξαφνικά θα αισθανθούν σαν να μην είναι τίποτα. Αισθάνονται ότι η ταυτότητά τους είναι πάρα πολύ εύθραυστη για να μπορέσει να διατηρήσει τη συνοχή της και να αντέξει στις έντονες δοκιμασίες. Συχνά, ο φόβος του θρυμματισμού του εσωτερικού τους εαυτού μετατίθεται σε μια υπερβολική ενασχόληση με τη σωματική τους υγεία. Έτσι, τα άτομα αυτά είναι επιρρεπή στην υποχονδρία και τη θανατοφοβία.

Προσπαθούν να οικοδομήσουν μια θετική αίσθηση του εαυτού τους πάνω στην αυταπάτη ότι δεν έχουν ατέλειες και ότι δεν βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης, φοβούνται ότι η παραδοχή ενοχής ή εξάρτησης από τους άλλους επιδεικνύει κάτι που είναι πραγματικά αξιοκαταφρόνητο.

Εξ ορισμού, η κλινική διάγνωση της ναρκισσιστικής οργάνωσης της προσωπικότητας στηρίζεται στην παρατήρηση του κλινικού ότι ο ασθενής χρειάζεται εξωτερική επιβεβαίωση για να νιώσει ότι έχει εσωτερική αξία.

Μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση με τα ναρκισσιστικά άτομα

Τα ναρκισσιστικά άτομα εκδηλώνουν έντονες αντιδράσεις προς τον άλλο (ή το θεραπευτή). Μπορεί να τον υποτιμήσουν ή να τον εξιδανικεύσουν με έντονο τρόπο. Ωστόσο, περιέργως, παραμένουν αδιάφοροι για το νόημα αυτών των αντιδράσεων και βρίσκονται σε σύγχυση ως προς το λόγο για τον οποίο ο άλλος (ή ο κλινικός) επικεντρώνεται σε αυτές. Συνήθως, οι μεταβιβάσεις τους είναι τόσο συντονικές με το Εγώ τους ώστε είναι δύσκολο να ανιχνευθούν.

 

Η αίσθηση αντιμεταβίβασης, ότι δηλαδή ο κλινικός έχει εξαλειφθεί, εφόσον έχει αγνοηθεί ως πραγματικό πρόσωπο, έχει μεγάλη διαγνωστική αξία για την ύπαρξη μιας ναρκισσιστικής δυναμικής.

Άλλα σχετικά φαινόμενα αντιμεταβίβασης (αντίδρασης του άλλου)) είναι οι αντιδράσεις πλήξης, ευερεθιστότητας, υπνηλίας και μιας ακαθόριστης αίσθησης του άλλου (ή του θεραπευτή ότι τίποτα δεν συμβαίνει στη θεραπεία).

 

Η ψυχαναλυτική εξήγηση που δίνεται γι?αυτά τα φαινόμενα σχετίζεται με το ιδιαίτερο είδος της μεταβίβασης των ναρκισσιστικών ατόμων. Αντί να προβάλουν στο θεραπευτή ένα συγκεκριμένο εσωτερικό αντικείμενο, όπως ένα γονέα, τα άτομα αυτά καθρεφτίζουν πάνω του μια πτυχή του εαυτού τους. Δηλαδή, αντί να αισθανθούν ότι ο θεραπευτής τους είναι σαν τη μητέρα ή τον πατέρα τους (παρόλο που μερικές φορές είναι ορατές και τέτοιες αντιδράσεις μεταβίβασης), προβάλλουν στο θεραπευτή είτε τη μεγαλειώδη είτε την υποτιμημένη πλευρά του εαυτού τους. Με αυτό τον τρόπο ο θεραπευτής γίνεται ένα δοχείο που καλείται να εμπεριέχει την εσωτερική διεργασία διατήρησης της αυτοεκτίμησης του ναρκισσιστικού ασθενή. Ο θεραπευτής αποτελεί ένα «εαυτοαντικείμενο» του ατόμου και όχι ένα ξεχωριστό άτομο που μοιάζει με μια συγκεκριμένη μορφή από το παρελθόν του.

Ο Heinz Kohut και άλλοι ψυχαναλυτές της ψυχολογίας του Εαυτού κάνουν λόγο για τους πολυπληθείς τύπους μεταβιβάσεων του εαυτοαντικειμένου στις οποίες προβαίνουν τα ναρκισσιστικά άτομα. Αυτοί οι τύποι μεταβιβάσεων περιλαμβάνουν το «καθρέφτισμα» του ατόμου στον άλλο (ή του ασθενή στο θεραπευτή), το αίσθημα ότι υπάρχει στο θεραπευτή ο δίδυμος εαυτός του ασθενή, καθώς και κάποια πρότυπα που μεταδίδουν το μήνυμα ότι ο θεραπευτής είναι το άλλο Εγώ του ναρκισσιστικού ασθενή.

 

Θεραπευτικές συνέπειες της διάγνωσης του ναρκισσισμού

Οι υποστηρικτές της ψυχολογίας του Εαυτού προτείνουν τη θετική αποδοχή εκ μέρους του θεραπευτή της εξιδανίκευσης ή της υποτίμησης στην οποία καταφεύγει ο θεραπευόμενος και την ακλόνητη έκφραση ενσυναίσθησης για την εμπειρία του. Ο Kernberg προτείνει στο θεραπευτή την προσεκτική αλλά και επίμονη αντιμετώπιση της αίσθησης μεγαλείου του ναρκισσιστικού πελάτη, είτε το άτομο την αναγνωρίζει ως δική του είτε την προβάλλει στους άλλους, και τη συστηματική ερμηνεία των αμυντικών μηχανισμών ενάντια στο φθόνο και την απληστία.

Οι ψυχολόγοι της θεωρίας του Εαυτού έχουν επιστήσει την προσοχή των θεραπευτών στο βαθμό της ψυχικής συντριβής, την οποία μπορεί να βιώσει ένας ναρκισσιστικός ασθενής λόγω της αποτυχίας της ενσυναίσθησης του θεραπευτή, και στο μοναδικό τρόπο επανόρθωσης του σφάλματος, ο οποίος είναι η έκφραση μεταμέλειας.

Οι προσπάθειες παροχής βοήθειας σε ένα ναρκισσιστικό θεραπευόμενο απαιτούν, επίσης, από το θεραπευτή τη σταθερή εστίαση της προσοχής του στην λανθάνουσα κατάσταση του εαυτού του ατόμου, όσο έντονα και αν εκφράζεται η έκδηλη πλευρά του. Επειδή ακόμη και το πιο αλαζονικό ναρκισσιστικό άτομο υπόκειται σε βασανιστική ντροπή όταν αντιμετωπίζει την κριτική των άλλων, οι θεραπευτές θα πρέπει να είναι προσεκτικοί και να κάνουν εξαιρετικά λεπτές παρεμβάσεις. Η θεραπευτική σχέση με τους ναρκισσιστικούς πελάτες είναι πάντοτε πολύ εύθραυστη, από τη στιγμή που δεν αντέχουν να βιώνουν καταστάσεις στις οποίες η ευάλωτη αυτοεκτίμησή τους μειώνεται.

Τα άτομα με εύθραυστη αυτοεκτίμηση θα καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια να αποφύγουν την παραδοχή ότι παίζουν και τα ίδια ένα ρόλο σε οτιδήποτε αρνητικό συμβαίνει στη ζωή τους. Αντίθετα με τα άτομα που αισθάνονται εύκολα ενοχές και αντιμετωπίζουν τα σφάλματά τους προσπαθώντας να επανορθώσουν, τα άτομα με ναρκισσιστικά κίνητρα τρέπονται σε φυγή μπροστά στα σφάλματά τους και κρύβονται από εκείνους που θα τα αποκαλύψουν.

Ένας θεραπευτής έρχεται αντιμέτωπος με το δύσκολο καθήκον της διεύρυνσης της συνειδητοποίησης του ναρκισσιστικού πελάτη και της ειλικρίνειας για τη φύση της συμπεριφοράς του.

Ένας τρόπος για να επιτύχει κάτι τέτοιο, μέσα στο πλαίσιο των παραπόνων του ασθενή και των κριτικών του για τους άλλους, είναι να του απευθύνει το εξής ερώτημα: «Φανέρωσες ξεκάθαρα τις ανάγκες σου;». Η λογική αυτής της ερώτησης είναι ότι τα ναρκισσιστικά άτομα αισθάνονται βαθιά ντροπή να κάνουν ερωτήσεις για οτιδήποτε. Έχουν την πεποίθηση ότι η έκφραση οποιασδήποτε ανάγκης δείχνει ότι υπάρχει κάποια έλλειψη στον εαυτό τους. Κατά συνέπεια, εμπλέκονται σε διαπροσωπικές καταστάσεις στις οποίες αισθάνονται δυστυχία επειδή κάποιο άλλο πρόσωπο δεν μαντεύει αδιάκοπα τις ανάγκες τους και δεν τους προσφέρει αυτό που επιθυμούν, χωρίς να υποστούν την ταπεινωτική, κατά τη γνώμη τους, διαδικασία να το ζητήσουν. Στη συνέχεια, προσπαθούν να πείσουν το θεραπευτή ότι το πρόβλημά τους εστιάζεται στην αναισθησία των ατόμων με τα οποία συμβιώνουν. Το ερώτημα για την έκφραση των αναγκών τους εγείρει άμεσα την πεποίθηση των ναρκισσιστικών ατόμων ότι είναι εξευτελιστικό να έχουν την ανάγκη κάποιου, παράλληλα όμως εγείρει και την ευκαιρία για το θεραπευτή να εκπαιδεύσει ξανά το άτομο σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη αλληλεξάρτηση.

 

Παντελής Παπαδόπουλος,  Ψυχίατρος – Ψυχοθεραπευτής (ατομική και ομαδική ψυχοθεραπεία), διδάσκων Ομαδικός Αναλυτής και τακτικό μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Ομαδικής Ανάλυσης και Οικογενειακής Θεραπείας.

http://www.papapan.gr/contact

 

Μυστικά Βότανα

Βότανα, Υπερτροφές, Έλαια Αιθέρια Έλαια www.mystikavotana.gr

More in ψυχολογία
Ύπνος: Χώρια ή μαζί με το παιδί;

Έχουμε μια κόρη 5 ετών και  από  μωρό ήταν δύσκολη στον ύπνο και κοιμόταν μαζί μας. Αρνείται πεισματικά να κοιμηθεί...

Close