Στο μυαλό μου έχει καρφωθεί  μια παλιά διαφήμιση η οποία κόπηκε γρήγορα μάλλον γιατί καμιά μας δεν θέλει να της μοιάσει. Η εν λόγω Μερόπη η πρωταγωνίστρια,  πλένει τα τηγάνια από τα λίπη που αφήνουν τα κοψίδια με την ευχή να προλάβει να φάει η έρημη, λίγη ταραμοσαλάτα έστω στην άκρη του πιρουνιού. Όμως τα πιρούνια παίρνουν φωτιά και μέχρι η Μερόπη να πλύνει, ο γενικός κουμανταδόρος της παρέας παραγγέλνει καινούργια τηγανιά. Άντ’ αυτού η Μερόπη δεν αντιδρά, κοιτάζει συγκαταβατικά- σχεδόν χαμογελαστή-το τηγάνι, έτοιμη να εφορμήσει στο ιερό καθήκον του ψησίματος στη τελετή γουρουνοθυσίας που οργάνωσε το σόι.

Ε λοιπόν όπως κάθε χρόνο σε γιορτές, φιέστες και πανηγύρια εγώ αισθάνομαι ως Μερόπη και μου τη δίνει πολύ αυτό. Τόσο που θέλω ν’ αρπάξω το τηγάνι και να το φέρω στο κεφάλι του θειού μου του Μιχαλάκη που έκανε ένα φεγγάρι μάγειρας στο λιμάνι κι από τότε όχι μόνο παραγγέλνει ότι του καπνίσει σαν να μαι βοηθός σερβιτόρου, αλλά του ξινίζουν κι όλας!

Τη πρωτοχρονιά δε που μας πέρασε η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. Γύρω από το γιορτινό τραπέζι η πεθερά μου μας μιλούσε για την ουρολοίμωξή της καθώς ο άνδρας μου τη κοιτούσε συνεπαρμένος από τη περιγραφή του μεγέθους των λίθων, κάθε που επισκέπτεται τον απόπατο.

Η μάνα μου θυμήθηκε την απαράδεκτη στάση του πατέρα μου όταν έμαθε ότι γέννησε κορίτσι. Της είπε γεμάτος δάκρυα στα μάτια «..δεν πειράζει γυναίκα θα προσπαθήσουμε κι άλλη φορά» και η μάνα μου για χιλιοστή φορά ανέλυε με μέθοδο χειρούργου τη συναισθηματική ρήξη που της προκάλεσε το γεγονός.

Ο θειός μου ρευόταν αδιακρίτως και σχολίαζε τους πωπούς απ’ τα μπαλέτα στο σόου της Τατιάνας. Θυμήθηκε τις νεανικές του ερωτοδουλειές και ακούσαμε γι άλλη μια φορά τις ιστορίες με τη Πίτσα τη Λίτσα και τη Κίτσα, όλες κατακτήσεις του από τον ένδοξο καιρό που ήταν μάγειρας σε σουβλατζίδικο και ερωτοτροπούσε μέσα σε ψυγεία, παρέα με σπάλες και αμελέτητα.

Η θειά μου έβαλε τα κλάματα γιατί ο άνδρας της αγνοούσε την ύπαρξή της και ομολογούσε απροκάλυπτα ότι την απατούσε, καθ’ όλη τη διάρκεια του γάμου τους. Ο θειός μου γελούσε γεμάτος αυτοπεποίθηση κι επαναλάμβανε καθ΄όλη τη διάρκεια της κατάποσης και ασχέτως της συζήτησης «..πως με ζηλεύει βρε αυτή γυναίκα πώς με ζηλεύει»

Εγώ καθάριζα μαρούλια μιάς και το χόρτο κατευνάζει τους λιμασμένους συγγενείς και γελούσα μέσα μου με το χόρτο που έτρωγε χρόνια τώρα ο θείος μου ο Μιχαλάκης ο μάγκας που αγνοούσε ο δόλιος, ότι αν δούλευε ένα φεγγάρι μάγειρας το οφείλει στη Βαγγελίτσα τη γυναίκα του που τον κεράτωνε με το αφεντικό του πάνω στο κρεβάτι τους καθ’ ότι ήταν από τους λίγες παντρεμένες που ήξερε, που βρίσκετε κάθε λεπτό το στεφάνι της.

Τέλειωσε το φαγοπότι μέσα σε γιορταστική ατμόσφαιρα θρησκευτικής κατάνυξης με τη μάνα μου ν’ ανάβει το καντήλι και να στάζει το λάδι, κατά μήκος του χαλιού κι εγώ από πίσω της, σαν να χω κάνει τάμα στη Τήνο, να προσκυνώ καθαρίζοντας πεσμένη στα γόνατα.

Ήθελα να ξεμοναχιάσω τον άνδρα μου, να με αγκαλιάσει σε καμιά γωνιά για με διαβεβαιώσει πως όλα θα περάσουν και τον έψαχνα με τις σαπουνάδες των πιάτων στα χέρια. Τον βρήκα έξω από το δωμάτιο της πεθεράς μου, με το μπουκαλάκι των ούρων παραμάσχαλα, να μου εξηγεί με ύφος Βασιλάκη Γκαίλα ότι θα βάλει το μπουκαλάκι στο κομοδίνο μας γιατί πρωί- πρωί πρέπει να μεταφέρει τα ούρα για ανάλυση.

Επέστρεψα στο νεροχύτη μου και βρέθηκα αντιμέτωπη μπροστά σε ένα νέο βουνό απο από άπλυτα, μικρά να τσιρίζουν γιατί ήθελαν άλλαγμα και τον θειό μου να παραγγέλνει μπακλαβά Τουρκίας. Σκέφθηκα πως μια Μερόπη εδώ είναι χρήσιμη αλλά εγώ δεν αντέχω άλλο αυτό το ρόλο. Άλλωστε και Αλβανός πρόσφυγας να ήμουν, θα είχα παραιτηθεί. Πήγα και κοιμήθηκα παρέα με το μπουκαλάκι των ούρων και ξύπνησα άρον-άρον καθ’ ότι μου βαρούσαν τη πόρτα για το πρωινό τους καφέ.

Κι εκεί έπαθα τη πρώτη μου κρίση. Όταν συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι και στον ύπνο μου ακόμα κρατούσα τη χλωρίνη για την απολύμανση του λουτρού. Στο νοσοκομείο με πήγε ο θειός μου ο αχοντοκιμπάρης με το βαμμένο του μαλλί και τη κάμπριο μερσεντές. Εγώ καθόμουν πίσω. Έμεινα να χτυπιέμαι και να ωρύομαι για τα’ άπλυτα φλιτζανάκια του καφέ στο νεροχύτη. Βολόδερνα από τον αέρα του Γενάρη ενώ η θειά μου η Βαγγελίτσα με ξεμάτιαζε σιωπηλή και με μούτσωνε κάθε τόσο για να πιάσουν οι σολομωνικές της.

Όταν με παρέλαβαν οι γιατροί τους ανάγκασα να μου ορκιστούν ότι θα διαβιβάσουν στη γριά μάνα μου ν’ αλλάξει τη πάνα στο μωρό και να βάλει την ειδική μπεντατίν για το σύγκαμα. Με βάλαν σε ένα κρεβάτι με σεντόνια από κλίβανο. Με πήρε ο ύπνος αμέσως. Γύρω στις τρεις τα ξημερώματα άνοιξα τα μάτια σα χαμένη, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω που βρίσκομαι. Ανακάλυψα έντρομη ότι μπροστά μου στεκόταν ένας άντρας γυμνός, γέρων και με το μαλλί ορθό. Και να ταν μόνο το μαλλί ορθό θα ταν καλά. Κρατούσε και το πουλί του ο άτιμος ορθότερο από του άντρα μου κουνώντας το πάνω κάτω, απειλώντας με ότι θα με καταστήσει έγκυο.

Τσίριξα σα μανιακή κι ήρθαν ευτυχώς δυο νταβραντισμένοι νοσοκόμοι για να τον δέσουν ολοτσίτσιδο και πάλι στο κρεβάτι. Μου εξήγησαν ότι είναι άκακος αλλά επιδειξιομανής λόγω αλτσχάιμερ και μου διασαφήνισαν πως ήταν αδύνατο να τοποθετηθεί σε άλλο κρεβάτι λόγω ανεπάρκειας διαθέσιμου χώρου. Σ’ όλη τη διάρκεια παραμονής μου εκεί αρνιόμουν να κοιτάξω προς το μέρος του. Κάρφωνα τα μάτια μου στο ταβάνι καθώς τον άκουγα να με απειλεί πως θα μου κάνει τρίδυμα. Γεγονός πάντως είναι ότι η υγεία μου απεκαταστάθη πλήρως μπροστά στη απειλή να παραμείνω κλινήρης παρέα με τον τρελόγερο.

Η μάνα μου απειλούσε να φέρει τον Τριανταφυλόπουλο αλλά εγώ της είπα ότι προτιμούσα να επιστρέψω σπίτι και να δω το Μάκη από το σαλόνι μου παρά να καταγγείλω στη κάμερα το γλυκοτσούτσουνο παππού. Φώναξα τον άντρα μου να με γυρίσει σπίτι. Έπεσαν διακριτικά ένα-δυο τηλέφωνα από συγγενείς για να μάθουν τη πορεία της υγείας μου και άφησα εξεπίτηδες κάποιες υπόνοιες να αιωρούνται στον αέρα ότι δε θεραπεύτηκα πλήρως.

Ε λοιπόν το Πάσχα και το καλοκαίρι που έπονται, θα προφασισθώ εκ νέου νευρικό κλονισμό. Για φέτος τουλάχιστον έκλεισα ως Μερόπη. Του χρόνου πάλι.

 

Ζωή Κυροπούλου